- περικλυσμός
- περι-κλυσμός, ὁ, das Umspülen, Bespritzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικλυσμός — ὁ, Α [περικλύζω] περίκλυσις* … Dictionary of Greek
περίκλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περικλύζω] 1. (ιδίως σχετικά με το σώμα) πλύσιμο ολόκληρης τής επιφάνειας, περικλυσμός* 2. καταιόνηση … Dictionary of Greek